συσπειράσασα

συσπειράσασα
συσπειρά̱σᾱσα , συσπειράομαι
aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic)
συσπειρά̱σᾱσα , συσπειράομαι
aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic)
συσπειρά̱σᾱσα , συσπειράω
contract
aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic)
συσπειρά̱σᾱσα , συσπειράω
contract
aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συσπειρώ — (I) άω, ΜΑ 1. συστέλλω, συμμαζεύω («ἡ γαστὴρ συναγαγοῡσα... ἑαυτὴν καὶ συσπειράσασα», Γαλ.) 2. συναθροίζω πολλούς γύρω από κάποιον ή από κάτι («περὶ τὸν βασιλέα συνεσπειραμέναι», Αριστοτ.) 3. κάνω ένα κουβάρι, κουλουριάζω, κουβαριάζω («ἔν τινι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”